- κοτζάμπασης
- Ονομασία των προεστών ή δημογερόντων ενός τόπου κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Ο κ. εκλεγόταν διά βοής από τους χριστιανούς κατοίκους μιας περιοχής· η διάρκεια του αξιώματός του ήταν ετήσια, αλλά μπορούσε να παραταθεί, αν δεν υπήρχαν αντιδράσεις εναντίον του. Αντιπροσώπευε την κοινότητα σε όλες τις σχέσεις της με την τουρκική εξουσία, καθόριζε το ποσό της φορολογίας για κάθε μέλος της κοινότητας και ήταν επιφορτισμένος με την είσπραξη των φόρων. Παράλληλα με τα διοικητικά, είχε και δικαστικά καθήκοντα, τα οποία περιορίζονταν σε δίκες πταισμάτων. Περιστοιχιζόταν από συμβούλιο προκρίτων, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις συγκαλούσε γενικές συνελεύσεις των κατοίκων για σπουδαιότερα ζητήματα. Πολλοί κ. αποδείχθηκαν ανάξιοι της αποστολής τους, ξεπερνώντας σε ιδιοτέλεια και αυθαιρεσία ακόμα και τους Τούρκους.
* * *και κοτζαμπάσης και κοτσάμπασης, ο1. (επί τουρκοκρατίας) α) (αρχικά) επικεφαλής τής κοινότηταςβ) δημογέρων ή προεστώς, άρχοντας, γέροντας2. μτφ. αυταρχικός, καταπιεστικός, αυθαίρετος άνθρωπος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. koca baŝi «πρόκριτος, προεστώς»].
Dictionary of Greek. 2013.